«Εκεί Τουρκόσπορος, εδώ γκιαούρης».
Σχολιάστε το άρθρο
Της Μυρσίνης Στέκα
Διάβαζα πρόσφατα για μία νέα ταινία που ανυπομονώ να δω στον κινηματογράφο με τίτλο “Οι άνθρωποι του παππού μου/ Dedemin insanları”. Η ταινία έχει ήδη προβληθεί στην Τουρκία (από τις 25 Οκτωβρίου) με το τούρκικο κοινό να δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ο γνωστός σκηνοθέτης της, Τσαγάν Ιρμάκ, έδωσε σάρκα και οστά σε μία προσωπική και οικογενειακή ιστορία του τουρκοκρητικού παππού του Μεχμέτ Γιαβάς.
Ο παππούς αναγκάστηκε βίαια να αφήσει την πατρίδα του το 1923, σε ηλικία 7 ετών, με την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών που επέβαλλε η Συνθήκη της Λωζάννης. Έφτασε σαν πρόσφυγας στην Τουρκία όπου έκανε οικογένεια και τον εγγονό Οζάν, ένα νεαρό παιδί που αντιδράει όταν οι φίλοι του τον φωνάζουν “γκιαούρη” λόγω της καταγωγής του παππού από την Κρήτη. «Είμαστε Τούρκοι!» λέει ο Οζάν νευριασμένος. Ο Μεχμέτ Γιαβάς δεν ξεχνά το σπίτι που άφησε πίσω του και τοποθετεί συνεχώς μπουκάλια μέσα στη θάλασσα με τη διεύθυνση του παλιού του σπιτιού και την ελπίδα ένα από αυτά να το βρεί ο νέος ιδιοκτήτης και να επικοινωνήσει μαζί του. Ας μην αποκαλύψω αν τελικά πραγματοποιεί το όνειρό του να ξαναεπισκεφτεί την Κρήτη...
Στην ταινία διάβασα ότι υπάρχει σκηνή από το λιμάνι της Κρήτης όπου βρίσκονται εκατοντάδες χιλιάδες καταταλαιπωρημένοι άνθρωποι που περίμεναν τα πλοία για να τους μεταφέρουν στην Τουρκία. Ο παππούς και η οικογένειά του επιβιβάζονται στο πλοίο “Gulcemal” με προορισμό τη Σμύρνη. Βεβαίως και αυτή η σκηνή μας παραπέμπει σε μια αντίστοιχη που έχουμε οι Έλληνες στην ιστορική μας μνήμη με τους δικούς μας πρόσφυγες, οι οποίοι έφευγαν προφανώς πολύ πιο βίαια από τη φλεγόμενη Σμύρνη καθώς επίσης ανακαλούμε στο μυαλό μας τις βιαιοπραγίες που υπέστησαν όπως έχουμε μάθει από την ελληνική ιστορία και άλλες πηγές .
Η σκηνή του λιμανιού θα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το ελληνικό κοινό. Όχι γιατί, απαραιτήτως θέλουμε να βάλουμε σε μια ζυγαριά ποιός λαός φέρθηκε πιο βίαια στον άλλο ή ποιός πόνεσε πιο πολύ από τον άλλον αλλά θα δούμε μια ανάλογη σκηνή από τη μεριά του Τούρκου που ξεριζώνεται και τελικά θα διαπιστώσουμε ότι δεν είναι μόνο ο Έλληνας που πονάει γιατί διώχνεται από το σπίτι του αλλά και ο Τούρκος βρίσκεται σε αντίστοιχη θέση. Εντέλει αυτά τα αισθήματα της προσφυγιάς όπως είναι ο πόνος, ο ξεριζωμός, ο καημός και η νοσταλγία για την παλιά πατρίδα μπορούν να υπερβούν τους Τούρκους και τους Έλληνες και να ειδωθούν σε μια γενικότερη ανθρώπινη διάσταση.
Χαρακτηριστικό σημείο, επίσης, της ταινίας είναι μία παραπονεμένη φράση του παππού: «Εκεί είμαστε Τουρκόσποροι και εδώ γκιαούρηδες». Ανακύπτουν δύο πεδία αμφισβήτησης για τον πρόσφυγα: ο χώρος και η εθνική ταυτότητα. Το “εκεί” προφανώς είναι η Κρήτη/Ελλάδα (χώρα προέλευσης) και το “εδώ” η Τουρκία (χώρα υποδοχής). Άνθρωποι που νιώθουν ότι δεν ανήκουν πουθενά, όχι με δική τους ευθύνη αλλά γιατί αυτό το αίσθημα προκαλείται πέρα από τις ιστορικές συγκυρίες και από τους γηγενείς, με αποτέλεσμα να αιωρούνται στο χώρο. Είναι πολύ άσχημο να κάνεις τον άλλο να αισθάνεται ότι δεν έχει ρίζες και πατρίδα.
Και σαν να μην έφτανε αυτό, η φράση κρύβει και ένα άλλο μετέωρο αίσθημα του πρόσφυγα: Τούρκος ή Έλληνας; Και όχι με την καλύτερη και υπερήφανη απόδοση των εθνικών ταυτοτήτων που αρμόζουν στην έννοια «Άνθρωπος» αλλά με την σκωπτική και ειρωνική υπόσταση που δίνεται από τους «Άλλους», τους κατοίκους των περιοχών υποδοχής: “Τουρκό-σπορος” ή “γκιαούρης”. (Γκιαούρηδες λέγανε κοροϊδευτικά οι μουσουλμάνοι τους χριστιανούς, από το τουρκ. giaur=άπιστος). Μήπως και ’μεις, οι Έλληνες γηγενείς, δεν υποδεχτήκαμε με ανάλογο τρόπο τους μικρασιάτες πρόσφυγες; Μήπως δεν τους είδαμε ως ανθρώπους δεύτερης κατηγορίας, υποτιμητικά, δυσκολεύοντας τους τη ζωή και αντιμετωπίζοντάς τους εχθρικά;
Πόνος, απογοήτευση, παράπονο, αδικία και έντονος ρατσισμός. Αυτά υφίστανται άνθρωποι που έπρεπε να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, τις περιουσίες τους, τον τόπο που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν, τους φίλους τους και γενικότερα ό,τι έχτισαν. Έπρεπε να αρπάξουν τα απολύτως απαραίτητα, παιδιά, γέρους, αγαπημένα πρόσωπα, ρούχα, ό,τι προλάβαιναν τελοσπάντων και να φύγουν δίχως να έχουν χρόνο να αφομοιώσουν τί τους συμβαίνει. Τελικά ο προσφυγικός πόνος είτε είναι ελληνικός είτε τούρκικος είτε οποιασδήποτε άλλης εθνικότητας... είναι πόνος.
